- σπασμωδία
- η, Νιατρ. ελαφρά, αυτόματη, σπασμωδική και επαναλαμβανόμενη κίνηση μέλους τού σώματος, κν. τικ.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπασμώδης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. σπασμωδίαι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.